ενικός         πληθυντικός  
critic critics

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

critic (en)

  1. (επάγγελμα) ο/η κριτικός
    ⮡  a music critic - μουσικός κριτικός
  2. ο επικριτής, η επικρίτρια
    ⮡  a harsh critic of others - αυστηρός επικριτής των άλλων