crisis
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crisis | crises |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ετυμολογία
επεξεργασία- crisis < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική κρίσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcrisis (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
- ⮡ The subprime crisis in the US affected the entire world, including Europe.
- Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
- ⮡ The subprime crisis in the US affected the entire world, including Europe.
Πηγές
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcrisis (nl)
- κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
- οικονομική κρίση