ενικός         πληθυντικός  
judgment judgments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

judgment (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κρίση, η ικανότητα να παίρνω λογικές αποφάσεις αφού εξετάσω προσεκτικά το καλύτερο πράγμα που πρέπει να κάνω
    ⮡  You have good judgement.
    Έχεις ορθή κρίση.
    ⮡  He lacks (sound/good) judgment.
    Του λείπει η κρίση.
    ⮡  I rely on/I trust her judgment.
    Βασίζομαι/Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση της.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η κρίση, η απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή
    ⮡  The court’s judgment was in my favor.
    Η κρίση του δικαστηρίου με δικαίωσε.

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία