judgment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
judgment | judgments |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαjudgment (en)
- (μη μετρήσιμο) η κρίση, η ικανότητα να παίρνω λογικές αποφάσεις αφού εξετάσω προσεκτικά το καλύτερο πράγμα που πρέπει να κάνω
- ⮡ You have good judgement.
- Έχεις ορθή κρίση.
- ⮡ He lacks (sound/good) judgment.
- Του λείπει η κρίση.
- ⮡ I rely on/I trust her judgment.
- Βασίζομαι/Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση της.
- ⮡ You have good judgement.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η κρίση, η απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή
- ⮡ The court’s judgment was in my favor.
- Η κρίση του δικαστηρίου με δικαίωσε.
- ⮡ The court’s judgment was in my favor.