Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
logic logics

logic (en)

  1. η λογική
  2. (μαθηματικά) η λογική

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

logic (en)

  1. λογικός
  2. (πληροφορική) βλ. συνώνυμο logical

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία