logic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
logic | logics |
logic (en)
- η λογική
- (μαθηματικά) η λογική
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlogic (en)
- λογικός
- (πληροφορική) βλ. συνώνυμο logical
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Logic (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια