Πρότυπο:en—adj

  Ετυμολογία

επεξεργασία
logical < logic + -al

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɒdʒɪkəɫ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

logical (en)

  1. λογικός
     συνώνυμα:  rational, reasonable και sensible
  2. που έχει σχέση με την λογική
  3. (πληροφορική) λογικός, ο διαμορφωμένος πάνω σε κάποια λογική (βλ. και συνώνυμο logic)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία