α πριόρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- α πριόρι < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori με ελληνικά γράμματα
Έκφραση επεξεργασία
α πριόρι
- (λογική) → δείτε το λατινικό a priori
- εκ των προτέρων, λογικά αποκλείεται και δεν χρήζει απόδειξης
- ↪ Α πριόρι, δεν υπάρχει 25άχρονος που είναι 50άρης.
- (στον καθημερινό λόγο) το σίγουρο
- ↪ Στο λέω εγώ, είναι α πριόρι αποτυχημένος ο γάμος τους και θα χωρίσουν.
- ↪ Πώς προεξοφλείς κάτι τέτοιο α πριόρι; (εκ των προτέρων, αναπόδεικτα)
- εκ των προτέρων, λογικά αποκλείεται και δεν χρήζει απόδειξης