ενεστώτας pass by
γ΄ ενικό ενεστώτα passes by
αόριστος passed by
παθητική μετοχή passed by
ενεργητική μετοχή passing by

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass by < → δείτε τις λέξεις pass και by

pass by (en)

  1. (αμετάβατο) περνάω, προσπερνάω, φτάνω κάποιον ή κάτι και το περνώ και προχωρώ
    ⮡  After passing by the station, turn left.
    Αφού περάσεις το σταθμό, στρίψε αριστερά.
    ⮡  The train passed by like lighting.
    Το τρένο πέρασε σαν αστραπή.
    ⮡  He passed right by us, almost touching us, but didn’t notice us.
    Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε.
    ⮡  He passed by me a while ago.
    Με προσπέρασε πριν λίγο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pass
  2. (αμετάβατο) περνάω, για χρόνο
    ⮡  Ten years passed by since then.
    Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε.
    ⮡  The time was passing by slowly.
    Η ώρα περνούσε αργά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη elapse