passing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpassing (en)
- το πέρασμα
- το προσπέρασμα
- για μιγά που περνά για/τον θεωρούν φυλετικά ταυτιζόμενο με την πλειοψηφία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpassing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του pass
passing (en)
passing (en)