ενεστώτας pass for
γ΄ ενικό ενεστώτα passes for
αόριστος passed for
παθητική μετοχή passed for
ενεργητική μετοχή passing for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass for < → δείτε τις λέξεις pass και for

pass for (en)

  • περνάω, γίνομαι δεκτός ως κάποιος ή κάτι
    ⮡  He passes for an expert.
    Περνάει/Περνιέται για ειδικός.