pass for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pass for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes for |
αόριστος | passed for |
παθητική μετοχή | passed for |
ενεργητική μετοχή | passing for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpass for (en)
- περνάω, γίνομαι δεκτός ως κάποιος ή κάτι
- ⮡ He passes for an expert.
- Περνάει/Περνιέται για ειδικός.
- ⮡ He passes for an expert.
Πηγές
επεξεργασία- pass for - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ