ενεστώτας pass up
γ΄ ενικό ενεστώτα passes up
αόριστος passed up
παθητική μετοχή passed up
ενεργητική μετοχή passing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass up < → δείτε τις λέξεις pass και up

pass up (en)

  • (ανεπίσημο) αφήνω να περάσει κάτι, επιλέγω να μην χρησιμοποιήσω μια ευκαιρία, μια ευκαιρία κτλ.
    ⮡  I pass up an opportunity.
    Αφήνω να περάσει μια ευκαιρία.