ενεστώτας pass off as
γ΄ ενικό ενεστώτα passes off as
αόριστος passed off as
παθητική μετοχή passed off as
ενεργητική μετοχή passing off as

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass off as < → δείτε τις λέξεις pass, off και as

pass off as (en)

  • πλασάρω ως, περνάω για, προσποιούμαι ότι κάποιος ή κάτι είναι κάτι που δεν είναι
    ⮡  They overtly or covertly use the fiction they create and pass it off as historical evidence.
    Χρησιμοποιούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη.
    ⮡  Don’t pass it off as a joke.
    Μην το περνάς γι' αστείο.
    ⮡  Can you pass of some counterfeit dollars as real?
    Μπορείς να περάσεις κάτι πλαστά δολάρια;