πλασάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλασάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική placer < place + -er < παλαιά γαλλική place < λατινική platea < αρχαία ελληνική πλατεῖα, θηλυκό του πλατύς (αντιδάνειο)
Ρήμα
επεξεργασίαπλασάρω (παθητική φωνή: πλασάρομαι)
- πουλάω ή διαθέτω και προσπαθώ να προωθήσω κάποιο προϊόν (κάποιες φορές σαν πλασιέ)
- (μεταφορικά) λέω, μεταφέρω, διαδίδω
- (μεταφορικά) δίνω (ή προσπαθώ να δώσω) την εντύπωση, (προσπαθώ να) κάνω τον άλλον να νομίσει κάτι
- (αθλητισμός) κλωτσάω την μπάλα έντεχνα προς το αντίπαλο τέρμα (και πετυχαίνω γκολ)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) πλασάρομαι: εξασφαλίζω μια καλή θέση
Συγγενικά
επεξεργασία- πλασάρισμα
- πλασαριστά
- πλασαριστός
- → δείτε τη λέξη πλατύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλασάρω