↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλασαριστός η πλασαριστή το πλασαριστό
      γενική του πλασαριστού της πλασαριστής του πλασαριστού
    αιτιατική τον πλασαριστό την πλασαριστή το πλασαριστό
     κλητική πλασαριστέ πλασαριστή πλασαριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλασαριστοί οι πλασαριστές τα πλασαριστά
      γενική των πλασαριστών των πλασαριστών των πλασαριστών
    αιτιατική τους πλασαριστούς τις πλασαριστές τα πλασαριστά
     κλητική πλασαριστοί πλασαριστές πλασαριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλασαριστός < πλασάρω + -ιστός

  Επίθετο

επεξεργασία

πλασαριστός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία