make a pass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmake a pass (en)
- (ανεπίσημο, ιδιωματισμός) ρίχνομαι ερωτικά, κάνω πρόταση, προσπαθώ να ξεκινήσω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον
- ⮡ He made a pass at his secretary.
- Ρίχτηκε στη γραμματέα του.
- ⮡ Her boss made a pass at her.
- Της έκανε προτάσεις τ' αφεντικό της.
- ⮡ He made a pass at his secretary.
Πηγές
επεξεργασία- pass (idioms): make a pass at somebody - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 753, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρόταση, ρίχνω