Ετυμολογία

επεξεργασία
διεξέρχομαι < αρχαία ελληνική διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι

διεξέρχομαι (αποθετικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διεξέρχομαι < λείπει η ετυμολογία

διεξέρχομαι

  • μιλώ διεξοδικά