διεξέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεξέρχομαι < αρχαία ελληνική διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι
Ρήμα
επεξεργασίαδιεξέρχομαι (αποθετικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεξέρχομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεξέρχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαδιεξέρχομαι
- μιλώ διεξοδικά
Πηγές
επεξεργασία- διεξέρχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διεξέρχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.