• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επέλευση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επέλευση οι επελεύσεις
      γενική της επέλευσης* των επελεύσεων
    αιτιατική την επέλευση τις επελεύσεις
     κλητική επέλευση επελεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επελεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπέλευ(σις) < ἐπελεύσομαι, μέλλοντας του ἐπέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + έλευση

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈpe.lef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πέ‐λευ‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επέλευση θηλυκό

  • η άφιξη, ο ερχομός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • επέρχομαι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • επέλαση (από το επελαύνω)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επέλευση
  • γαλλικά : survenance (fr), le fait de se produire (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επέλευση&oldid=5472598"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 01:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 01:09.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας