συνέλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνέλευσῐς | αἱ | συνελεύσεις | ||||
γενική | τῆς | συνελεύσεως | τῶν | συνελεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | συνελεύσει | ταῖς | συνελεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συνέλευσῐν | τὰς | συνελεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | συνέλευσῐ | συνελεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνελεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συνελευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνέλευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συν- + ἔλευσις[1] < συνέρχομαι < θέμα στο ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συνέλευση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνέλευσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- συνάντηση, συγκέντρωση
- συνδυασμός πραγμάτων
- (γραμματική) συναίρεση ή κράση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σύν, ἔλευσις, ἐλεύσομαι και ἔρχομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνέλευση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- συνέλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.