Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσέλευσῐς αἱ προσελεύσεις
      γενική τῆς προσελεύσεως τῶν προσελεύσεων
      δοτική τῇ προσελεύσει ταῖς προσελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσέλευσῐν τὰς προσελεύσεις
     κλητική ! προσέλευσῐ προσελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  προσελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσέλευσις < (πρός) προσ- + ἔλευσις < προσελεύσομαι, μέλλοντας του προσέρχομαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προσέλευση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσέλευσις θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία