Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διανυκτέρευσῐς αἱ διανυκτερεύσεις
      γενική τῆς διανυκτερεύσεως τῶν διανυκτερεύσεων
      δοτική τῇ διανυκτερεύσει ταῖς διανυκτερεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διανυκτέρευσῐν τὰς διανυκτερεύσεις
     κλητική ! διανυκτέρευσῐ διανυκτερεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διανυκτερεύσει
γεν-δοτ τοῖν  διανυκτερευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανυκτέρευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διανυκτερεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διανυκτέρευσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία