διανυκτέρευσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διανυκτέρευσῐς | αἱ | διανυκτερεύσεις | ||||
γενική | τῆς | διανυκτερεύσεως | τῶν | διανυκτερεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | διανυκτερεύσει | ταῖς | διανυκτερεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διανυκτέρευσῐν | τὰς | διανυκτερεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | διανυκτέρευσῐ | διανυκτερεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διανυκτερεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διανυκτερευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διανυκτέρευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διανυκτερεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διανυκτέρευσις, -εως θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- διανυκτέρευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.