κατάληψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάληψῐς | αἱ | καταλήψεις |
γενική | τῆς | καταλήψεως | τῶν | καταλήψεων |
δοτική | τῇ | καταλήψει | ταῖς | καταλήψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάληψῐν | τὰς | καταλήψεις |
κλητική ὦ! | κατάληψῐ | καταλήψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταλήψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταληψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάληψις < καταλαμβάνω, καταληπ- + -σις > -ψις < κατά + αρχαία ελληνική λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάληψις, -εως θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καταλαμβάνω, λῆψις και λαμβάνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάληψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάληψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.