Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάπραξῐς αἱ διαπράξεις
      γενική τῆς διαπράξεως τῶν διαπράξεων
      δοτική τῇ διαπράξει ταῖς διαπράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάπραξῐν τὰς διαπράξεις
     κλητική ! διάπραξῐ διαπράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαπράξει
γεν-δοτ τοῖν  διαπραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάπραξις < διαπράττω, θέμα διαπρακ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάπραξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία