Δείτε επίσης: πρᾶσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρᾶξις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρᾶξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρᾶξις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρᾶξῐς αἱ πράξεις
      γενική τῆς πράξεως τῶν πράξεων
      δοτική τῇ πράξει ταῖς πράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρᾶξῐν τὰς πράξεις
     κλητική ! πρᾶξῐ πράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πράξει
γεν-δοτ τοῖν  πραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρᾶξις < πράττω, θέμα πρακ- + -σις > -ξις < *πράγ-jω με τροπή του φθόγγου [ɡ] (προφορά για τογ⟩) > [k] πριν από [s] > [ks] [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πρᾶξις νέα ελληνικά: πράξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρᾶξις, -εως θηλυκό

  1. η εμπορική δραστηριότητα
  2. το θετικό αποτέλεσμα μιας ενέργειας
  3. ενέργεια, πράξη, η ενέργεια του πράττω
  4. η σεξουαλική πράξη, η συνουσία
  5. η εκδίκηση

Συγγενικά επεξεργασία

με πραξ-

άλλα θέματα → δείτε τη λέξη πράσσω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «πράξη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία