πρᾶξις
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρᾶξις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρᾶξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρᾶξις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πρᾶξις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρᾶξῐς | αἱ | πράξεις |
γενική | τῆς | πράξεως | τῶν | πράξεων |
δοτική | τῇ | πράξει | ταῖς | πράξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πρᾶξῐν | τὰς | πράξεις |
κλητική ὦ! | πρᾶξῐ | πράξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πράξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πραξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρᾶξις < πράττω, θέμα πρακ- + -σις > -ξις < *πράγ-jω με τροπή του φθόγγου [ɡ] (προφορά για το ⟨γ⟩) > [k] πριν από [s] > [ks] [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πρᾶξις ⇒ νέα ελληνικά: πράξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρᾶξις, -εως θηλυκό
- η εμπορική δραστηριότητα
- το θετικό αποτέλεσμα μιας ενέργειας
- ενέργεια, πράξη, η ενέργεια του πράττω
- η σεξουαλική πράξη, η συνουσία
- η εκδίκηση
Συγγενικά
επεξεργασίαμε πραξ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις πραξ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
άλλα θέματα → δείτε τη λέξη πράσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πράξη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πρᾶξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρᾶξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.