πρᾶσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρᾶσῐς | αἱ | πράσεις |
γενική | τῆς | πράσεως | τῶν | πράσεων |
δοτική | τῇ | πράσει | ταῖς | πράσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πρᾶσῐν | τὰς | πράσεις |
κλητική ὦ! | πρᾶσῐ | πράσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πράσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πρασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρᾶσις < πιπράσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρᾶσις θηλυκό