διαπράξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαπράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπράττω
- θα διαπράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπράττω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
διαπράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάπραξη