κατάδοσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάδοσῐς | αἱ | καταδόσεις | ||||
γενική | τῆς | καταδόσεως | τῶν | καταδόσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταδόσει | ταῖς | καταδόσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατάδοσῐν | τὰς | καταδόσεις | ||||
κλητική ὦ! | κατάδοσῐ | καταδόσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταδόσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταδοσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάδοσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταδίδωμι (κατανέμω, αποδίδω), καταδο- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) (με διαφορετική σημασία) ⇘ νέα ελληνικά: κατάδοση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάδοσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- κατάδοσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.