Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἵδρυσῐς αἱ ἱδρύσεις
      γενική τῆς ἱδρύσεως τῶν ἱδρύσεων
      δοτική τῇ ἱδρύσει ταῖς ἱδρύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἵδρυσῐν τὰς ἱδρύσεις
     κλητική ! ἵδρυσῐ ἱδρύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱδρύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἱδρυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἵδρυσις < ἱδρύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἵδρυσις [] θηλυκό

  1. ανέγερση, ίδρυση
    1. ναών
      ἱερῶν ἱδρύσεις
    2. τοποθέτηση αγαλμάτων
      Ἑρμέω ἱδρύσιες (Ερμές, προτομές, αγάλματα του Ερμή)
  2. οικισμός

  Πηγές επεξεργασία