↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἵλησῐς αἱ εἱλήσεις
      γενική τῆς εἱλήσεως τῶν εἱλήσεων
      δοτική τῇ εἱλήσει ταῖς εἱλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εἵλησῐν τὰς εἱλήσεις
     κλητική ! εἵλησῐ εἱλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἱλήσει
γεν-δοτ τοῖν  εἱλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἵλησις < εἵλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἵλησις, -εως θηλυκό

  • θερμότητα του ήλιου, ζέστη
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 380e (380e-381a)
    οἷον σῶμα ὑπὸ σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ πόνων, καὶ πᾶν φυτὸν ὑπὸ εἱλήσεών τε καὶ ἀνέμων καὶ τῶν τοιούτων παθημάτων, οὐ τὸ ὑγιέστατον καὶ ἰσχυρότατον ἥκιστα ἀλλοιοῦται;
    Λόγου χάριν· τα σώματα τα πιο γερά και δυνατά δεν αλλοιώνουνται ολιγότερο από τις τροφές και τα πιοτά και τους κόπους, καθώς επίσης και τα φυτά από τα ηλιοκάματα και τους ανέμους και από άλλες τέτοιες επιδράσεις;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 404b (404a-404b)
    Κομψοτέρας δή τινος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀσκήσεως δεῖ τοῖς πολεμικοῖς ἀθληταῖς, οὕς γε ὥσπερ κύνας ἀγρύπνους τε ἀνάγκη εἶναι καὶ ὅτι μάλιστα ὀξὺ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν καὶ πολλὰς μεταβολὰς ἐν ταῖς στρατείαις μεταβάλλοντας ὑδάτων τε καὶ τῶν ἄλλων σίτων καὶ εἱλήσεων καὶ χειμώνων μὴ ἀκροσφαλεῖς εἶναι πρὸς ὑγίειαν.
    Θα χρειάζεται λοιπόν κάποια ελαφρότερη δίαιτα για τους πολεμικούς μας αθλητάς, που ανάγκη σαν τα σκυλιά να είναι άγρυπνοι, να ᾽χουν όσο μπορεί πιο λεπτή την ακοή και την όραση, και, επειδή συχνά θ᾽ αλλάζουν στις εκστρατείες και το είδος της τροφής και του νερού και τη θερμοκρασία του τόπου, να μην έχουν ακροσφαλή υγεία.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία