Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θέσπισῐς αἱ θεσπίσεις
      γενική τῆς θεσπίσεως τῶν θεσπίσεων
      δοτική τῇ θεσπίσει ταῖς θεσπίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θέσπισῐν τὰς θεσπίσεις
     κλητική ! θέσπισῐ θεσπίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεσπίσει
γεν-δοτ τοῖν  θεσπισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέσπισις < θεσπί(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θέσπισις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία