θέσπισις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θέσπισῐς | αἱ | θεσπίσεις | ||||
γενική | τῆς | θεσπίσεως | τῶν | θεσπίσεων | ||||
δοτική | τῇ | θεσπίσει | ταῖς | θεσπίσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θέσπισῐν | τὰς | θεσπίσεις | ||||
κλητική ὦ! | θέσπισῐ | θεσπίσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεσπίσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θεσπισέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θέσπισις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) θέσπισις: η θέσπιση
Πηγές επεξεργασία
- θέσπισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.