↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔξαλσῐς αἱ ἐξάλσεις
      γενική τῆς ἐξάλσεως τῶν ἐξάλσεων
      δοτική τῇ ἐξάλσει ταῖς ἐξάλσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔξαλσῐν τὰς ἐξάλσεις
     κλητική ! ἔξαλσῐ ἐξάλσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξάλσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐξαλσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξαλσις < ἐξάλλομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔξαλσις, -εως θηλυκό

  1. (ιατρική, για σπονδύλους) εξάρθρωση
  2. (ως μορφή άσκησης) πήδημα με ενωμένα τα πόδια