Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάκρισῐς αἱ διακρίσεις
      γενική τῆς διακρίσεως τῶν διακρίσεων
      δοτική τῇ διακρίσει ταῖς διακρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάκρισῐν τὰς διακρίσεις
     κλητική ! διάκρισῐ διακρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακρίσει
γεν-δοτ τοῖν  διακρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάκρισις < διακρί(νω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάκρισις, -εως θηλυκό

  1. κρίση, συνετή απόφαση
  2. η διάκριση, ο διαχωρισμός
  3. η διάλυση

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία