διάκρισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάκρισῐς | αἱ | διακρίσεις |
γενική | τῆς | διακρίσεως | τῶν | διακρίσεων |
δοτική | τῇ | διακρίσει | ταῖς | διακρίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διάκρισῐν | τὰς | διακρίσεις |
κλητική ὦ! | διάκρισῐ | διακρίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακρίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διακρισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάκρισις < διακρί(νω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάκρισις, -εως θηλυκό
- κρίση, συνετή απόφαση
- η διάκριση, ο διαχωρισμός
- η διάλυση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διακρίνω
Πηγές
επεξεργασία- διάκρισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάκρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.