ἐπίταξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπίταξῐς | αἱ | ἐπιτάξεις |
γενική | τῆς | ἐπιτάξεως | τῶν | ἐπιτάξεων |
δοτική | τῇ | ἐπιτάξει | ταῖς | ἐπιτάξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἐπίταξῐν | τὰς | ἐπιτάξεις |
κλητική ὦ! | ἐπίταξῐ | ἐπιτάξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιτάξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιταξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐπίταξις θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἐπίταξις τοῦ φόρου: διακανονισμός της φορολογίας, φορολογική τακτοποίηση ή η φορολόγηση κατ' αναλογία
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίταξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίταξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.