ἐπιπόλασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιπόλασῐς | αἱ | ἐπιπολάσεις |
γενική | τῆς | ἐπιπολάσεως | τῶν | ἐπιπολάσεων |
δοτική | τῇ | ἐπιπολάσει | ταῖς | ἐπιπολάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἐπιπόλασῐν | τὰς | ἐπιπολάσεις |
κλητική ὦ! | ἐπιπόλασῐ | ἐπιπολάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιπολάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιπολασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιπόλασις < ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπι- + πέλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιπόλασιςθηλυκό (ᾰ)
- → δείτε τη λέξη ἐπιπολασμός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιπόλασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.