Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐπιπολάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐπιπολάζω
<
ἐπιπολή
<
ἐπί
+
πέλω
Ρήμα
επεξεργασία
ἐπιπολάζω
βρίσκομαι
ή
μένω
στην
επιφάνεια
επιπλέω
(για πουλιά)
πετώ
από πάνω
(για
τροφή
)
μένω
ψηλά, δεν οδηγούμαι στο
στομάχι
για
χώνευση
ανεβαίνω
στην
κορυφή
επικρατώ
,
υπερισχύω
είμαι
άφθονος
είμαι
αυθάδης
ή
αλαζόνας
περιπλανιέμαι
,
περιφέρομαι
πλημμυρίζω
ασχολούμαι
με τη
ρητορική