↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χώνευση οι χωνεύσεις
      γενική της χώνευσης* των χωνεύσεων
    αιτιατική τη χώνευση τις χωνεύσεις
     κλητική χώνευση χωνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χωνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χώνευση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χώνευση και χώνεψη θηλυκό

→ δείτε τη λέξη χώνεμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία