Διόσπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Διόσπολῐς | αἱ | Διοσπόλεις | ||||
γενική | τῆς | Διοσπόλεως | τῶν | Διοσπόλεων | ||||
δοτική | τῇ | Διοσπόλει | ταῖς | Διοσπόλεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Διόσπολῐν | τὰς | Διοσπόλεις | ||||
κλητική ὦ! | Διόσπολῐ | Διοσπόλεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Διοσπόλει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Διοσπολέοιν | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διόσπολις < αρχαία ελληνική Ζεύς, γενική ενικού Διός + -πολις
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιόσπολις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ονομασία διαφόρων πόλεων στην Αίγυπτο, στην Ιωνία, και αλλού με ονομασία προς τιμήν του θεού Δία
Πηγές
επεξεργασία- Διόσπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.