ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Διόσπολῐς αἱ Διοσπόλεις
      γενική τῆς Διοσπόλεως τῶν Διοσπόλεων
      δοτική τῇ Διοσπόλει ταῖς Διοσπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Διόσπολῐν τὰς Διοσπόλεις
     κλητική ! Διόσπολῐ Διοσπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Διοσπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Διοσπολέοιν
Συνήθως στον ενικό
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διόσπολις < αρχαία ελληνική Ζεύς, γενική ενικού Διός + -πολις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διόσπολις θηλυκό