Δείτε επίσης: ἔκπτυσις
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔκπτυξῐς αἱ ἐκπτύξεις
      γενική τῆς ἐκπτύξεως τῶν ἐκπτύξεων
      δοτική τῇ ἐκπτύξει ταῖς ἐκπτύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔκπτυξῐν τὰς ἐκπτύξεις
     κλητική ! ἔκπτυξῐ ἐκπτύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκπτύξει
γεν-δοτ τοῖν  ἐκπτυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔκπτυξις < ἐκπτύσσω < πτύξ. Αναλύεται σε ἐκ- + (πτύσσω) πτυχ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔκπτυξις θηλυκό