διαχείρισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαχείρισῐς | αἱ | διαχειρίσεις |
γενική | τῆς | διαχειρίσεως | τῶν | διαχειρίσεων |
δοτική | τῇ | διαχειρίσει | ταῖς | διαχειρίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διαχείρισῐν | τὰς | διαχειρίσεις |
κλητική ὦ! | διαχείρισῐ | διαχειρίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαχειρίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαχειρισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαχείρισις < διαχειρί(ζω) + -σις . Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + χείρισις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαχείρισις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαχειρίζω, χείρισις και χείρ
Πηγές
επεξεργασία- διαχείρισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαχείρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.