ἐπίσκεψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπίσκεψῐς | αἱ | ἐπισκέψεις |
γενική | τῆς | ἐπισκέψεως | τῶν | ἐπισκέψεων |
δοτική | τῇ | ἐπισκέψει | ταῖς | ἐπισκέψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἐπίσκεψῐν | τὰς | ἐπισκέψεις |
κλητική ὦ! | ἐπίσκεψῐ | ἐπισκέψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπισκέψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπισκεψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἐπίσκεψις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπίσκεψις θηλυκό
- επιμελής εξέταση
- επιθεώρηση
- απογραφή κατοίκων
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα ἐπίσκεψις: η επίσκεψη, κατά τη σημασία του ἐπισκέπτομαι
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίσκεψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίσκεψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.