ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διερεύνησῐς αἱ διερευνήσεις
      γενική τῆς διερευνήσεως τῶν διερευνήσεων
      δοτική τῇ διερευνήσει ταῖς διερευνήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διερεύνησῐν τὰς διερευνήσεις
     κλητική ! διερεύνησῐ διερευνήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διερευνήσει
γεν-δοτ τοῖν  διερευνησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διερεύνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc / διερευνῶ (< (διά) δι- + ἐρευνάω), διερευνη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διερεύνησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία