διερεύνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διερεύνησῐς | αἱ | διερευνήσεις | ||||
γενική | τῆς | διερευνήσεως | τῶν | διερευνήσεων | ||||
δοτική | τῇ | διερευνήσει | ταῖς | διερευνήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διερεύνησῐν | τὰς | διερευνήσεις | ||||
κλητική ὦ! | διερεύνησῐ | διερευνήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διερευνήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διερευνησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διερεύνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc / διερευνῶ (< (διά) δι- + ἐρευνάω), διερευνη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιερεύνησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διερεύνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.