διερευνήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιερευνήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διερευνώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διερευνώ
- θα διερευνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διερευνώ