Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διερευνήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διερευνώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διερευνώ
  3. θα διερευνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διερευνώ