Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάσκεψῐς αἱ διασκέψεις
      γενική τῆς διασκέψεως τῶν διασκέψεων
      δοτική τῇ διασκέψει ταῖς διασκέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάσκεψῐν τὰς διασκέψεις
     κλητική ! διάσκεψῐ διασκέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασκέψει
γεν-δοτ τοῖν  διασκεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάσκεψις < διασκέπτομαι, δια-σκεπ- + -σις > -ψις → δείτε σκέπτομαι και σκέψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάσκεψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία