ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάθλιψῐς αἱ καταθλίψεις
      γενική τῆς καταθλίψεως τῶν καταθλίψεων
      δοτική τῇ καταθλίψει ταῖς καταθλίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάθλιψῐν τὰς καταθλίψεις
     κλητική ! κατάθλιψῐ καταθλίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταθλίψει
γεν-δοτ τοῖν  καταθλιψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάθλιψις < καταθλίβ(ω) + -σις > -ψις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάθλιψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία