Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταθλίψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταθλίβω
  2. θα καταθλίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταθλίβω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταθλίψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάθλιψη