διαφύλαξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαφύλαξῐς | αἱ | διαφυλάξεις | ||||
γενική | τῆς | διαφυλάξεως | τῶν | διαφυλάξεων | ||||
δοτική | τῇ | διαφυλάξει | ταῖς | διαφυλάξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαφύλαξῐν | τὰς | διαφυλάξεις | ||||
κλητική ὦ! | διαφύλαξῐ | διαφυλάξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαφυλάξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διαφυλαξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαφύλαξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαφυλάσσω, δια-φυλακ- + -σις > -ξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαφύλαξις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- διαφύλαξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.