ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαφύλαξῐς αἱ διαφυλάξεις
      γενική τῆς διαφυλάξεως τῶν διαφυλάξεων
      δοτική τῇ διαφυλάξει ταῖς διαφυλάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαφύλαξῐν τὰς διαφυλάξεις
     κλητική ! διαφύλαξῐ διαφυλάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαφυλάξει
γεν-δοτ τοῖν  διαφυλαξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφύλαξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαφυλάσσω, δια-φυλακ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαφύλαξις, -εως θηλυκό