διαφυλάξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαφυλάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
- θα διαφυλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφυλάττω