Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαφυλάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
  3. θα διαφυλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφυλάττω