ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διασκόρπισῐς αἱ διασκορπίσεις
      γενική τῆς διασκορπίσεως τῶν διασκορπίσεων
      δοτική τῇ διασκορπίσει ταῖς διασκορπίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διασκόρπισῐν τὰς διασκορπίσεις
     κλητική ! διασκόρπισῐ διασκορπίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασκορπίσει
γεν-δοτ τοῖν  διασκορπισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασκόρπισις < διασκορπί(ζω) + -σις → δείτε  αρχαία ελληνική σκορπίος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασκόρπισις, -εως θηλυκό