Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάτασῐς αἱ διατάσεις
      γενική τῆς διατάσεως τῶν διατάσεων
      δοτική τῇ διατάσει ταῖς διατάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάτασῐν τὰς διατάσεις
     κλητική ! διάτασῐ διατάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατάσει
γεν-δοτ τοῖν  διατασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάτασις < διατείνω, δια- τα- + -σις > → δείτε τις λέξεις τείνω και τάσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάτασις, -εως θηλυκό

  1. τέντωμα, έκταση
  2. ένταση, έντονη προσπάθεια

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διατείνω, τάσις και τείνω

  Πηγές επεξεργασία