↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τᾰσῐ-, τᾰσε-
ονομαστική τάσῐς αἱ τάσεις
      γενική τῆς τάσεως τῶν τάσεων
      δοτική τῇ τάσει ταῖς τάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τάσῐν τὰς τάσεις
     κλητική ! τάσῐ τάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τάσει
γεν-δοτ τοῖν  τασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τάσις < τα- (μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος στο ρήμα τείνω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: τάση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τάσις, -εως θηλυκό

  1. τέντωμα, ένταση, διάταση
  2. ύψωση, ενίσχυση

Αλλά το ἐξέτασις, από το ἐτάζω

Συγγενικά

επεξεργασία