ἀγανάκτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀγανάκτησῐς | αἱ | ἀγανακτήσεις |
γενική | τῆς | ἀγανακτήσεως | τῶν | ἀγανακτήσεων |
δοτική | τῇ | ἀγανακτήσει | ταῖς | ἀγανακτήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀγανάκτησῐν | τὰς | ἀγανακτήσεις |
κλητική ὦ! | ἀγανάκτησῐ | ἀγανακτήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγανακτήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγανακτησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγανάκτησις < συνοπτικό θέμα ἀγανακτησ- του ρήματος ἀγανακτέω, ἀγανακτῶ + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγανάκτησις
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀγανακτητικός, ἀγανακτικός, ἀγανακτητός (ενοχλητικός)
- και δείτε τη λέξη → ἀγανακτέω
Αναφορές
επεξεργασία- ἀγανάκτησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγανάκτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.