ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίμυσῐς αἱ ἐπιμύσεις
      γενική τῆς ἐπιμύσεως τῶν ἐπιμύσεων
      δοτική τῇ ἐπιμύσει ταῖς ἐπιμύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίμυσῐν τὰς ἐπιμύσεις
     κλητική ! ἐπίμυσῐ ἐπιμύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιμύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιμυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίμυσις (ελληνιστική κοινή) < ἐπιμύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπίμυσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία