ἐπίμυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπίμυσῐς | αἱ | ἐπιμύσεις | ||||
γενική | τῆς | ἐπιμύσεως | τῶν | ἐπιμύσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπιμύσει | ταῖς | ἐπιμύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπίμυσῐν | τὰς | ἐπιμύσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἐπίμυσῐ | ἐπιμύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιμύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιμυσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπίμυσις (ελληνιστική κοινή) < ἐπιμύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπίμυσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- κλείσιμο των ματιών ή των χειλιών
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 2.9, @scaife.perseus
- ἔοικεν γὰρ ἡ τοῦ ὕπνου καταφορὰ θανάτῳ, δι ἄνοιαν εἰς ἀναισθησίαν ὑποφερομένη, τῶν βλεφάρων τῇ ἐπιμύσει τὸ φῶς ἀποτεμνομένη.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 2.9, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπίμυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.